διαθορυβέω
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
render uneasy, disquiet, τινά Th.5.29, Luc.Alex.31, Eun.Hist.p.222 D.: abs., make a great noise, Plu.Galb.18.
German (Pape)
[Seite 579] ganz verwirren, Thuc. 5, 29; Luc. Alex. 31; heftig lärmen, Plut. Oth. 19.
Greek (Liddell-Scott)
διαθορῠβέω: καταταράττω, φέρω εἰς σύγχυσιν, τινα Θουκ. 5. 29, Λουκ. Ἀλ. 31· ἀπολ., κάμνω μέγαν θόρυβον, Πλούτ. Γάλβ. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 troubler profondément, acc.;
2 faire un grand tumulte.
Étymologie: διά, θορυβέω.
Spanish (DGE)
1 tr. intranquilizar, turbar τὴν Πελοπόννησον Th.5.29, τοὺς πλείστους Luc.Alex.31, τὸν Καίσαρα Eun.Hist.20.4, τὰς ἐκκλησίας Cyr.Al.Ep.1.1.7.p.148.9
•en v. pas., Chrys.M.55.82.
2 intr. producir un gran tumulto, alborotar διεθορύβησαν οἱ πολλοὶ τὸ πρῶτον Plu.Galb.18
•en v. med.-pas. agitarse ἡ ἐκκλησία διετεθορύβητο la asamblea había estado muy agitada Luc.Icar.33.
Greek Monotonic
διαθορῠβέω: μέλ. -ήσω, ταράζω, συγχύζω εντελώς, τινα, σε Θουκ.· απόλ., κάνω μεγάλο θόρυβο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαθορῠβέω:
1) сильно волновать, смущать, тревожить (τὴν Πελοπόννησον Thuc.; τοὺς πλείστους Luc.);
2) поднимать сильный шум, шуметь (διεθορύβησαν οἱ πολλοί Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-θορυβέω hevig verontrusten; abs.: veel tumult maken.
Middle Liddell
fut. ήσω
to confound utterly, τινα Thuc.: absol. to make a great noise, Plut.