δικελλίτης

From LSJ
Revision as of 22:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικελλίτης Medium diacritics: δικελλίτης Low diacritics: δικελλίτης Capitals: ΔΙΚΕΛΛΙΤΗΣ
Transliteration A: dikellítēs Transliteration B: dikellitēs Transliteration C: dikellitis Beta Code: dikelli/ths

English (LSJ)

[λῑ], ου, ὁ, a digger, Luc.Tim.8.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.

Greek Monolingual

δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].

Greek Monotonic

δῐκελλίτης: [λῑ], -ου, ὁ, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δικελλίτης: ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.

Middle Liddell

δῐκελλ¯ίτης, ου, n [from δίκελλα
a digger, Luc.