δωδεκάβωμος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, with twelve altars, ναός Lyd. Mens.4.2.
German (Pape)
[Seite 693] mit zwölf Altären, Io. Lyd.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάβωμος: -ον, δώδεκα ἔχων βωμούς, ναὸς Ἰω. Λυδ. π. Μην. 4. 3.
Spanish (DGE)
-ον de doce altares ναός Lyd.Mens.4.2.
Greek Monolingual
δωδεκάβωμος, -ον (Α)
(ναός) με δώδεκα βωμούς.