γομφοπαγής
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ές, fastened with bolts: metaph., creaky, ῥήματα γομφοπαγῆ, of the long compound words of Aeschylus, Ar.Ra.824.
German (Pape)
[Seite 500] ές, durch Nägel verbunden, ῥήματα Ar. Ran. 823, von den kühnen Wortzusammensetzungen des Aeschylus.
Greek (Liddell-Scott)
γομφοπᾰγής: ἐς, ἠσφαλισμένος δι’ ἥλων, καλῶς συμπεπηγμένος, ῥήματα γομφοπαγῆ, ἐπὶ τῶν μακρῶν συνθέτων λέξεων τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βατρ. 824.
Spanish (DGE)
(γομφοπᾰγής) -ές
unido con pernos fig. de las largas palabras compuestas de Esquilo, Ar.Ra.824.
Greek Monolingual
-ές (Α)
1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά
2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -παγής < (θ.) παγ-, επάγην (βλ. πήγνυμι)].
Greek Monotonic
γομφοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), ασφαλισμένος με καρφιά, αυτός που είναι καλά συμπεπηγμένος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γομφοπᾰγής: ирон. сколоченный гвоздями, т. е. искусственно составленный (ῥήματα Arph.).
Middle Liddell
πήγνυμι
fastened with bolts, well-bolted, Ar.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γομφοπαγής -ές γόμφος, πήγνυμι verbonden door pinnen, in elkaar gespijkerd:. ῥήματα γομφοπαγῆ in elkaar gespijkerde woorden Aristoph. Ran. 824.