γονυκαμψεπίκυρτος

From LSJ
Revision as of 21:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠκαμψεπίκυρτος Medium diacritics: γονυκαμψεπίκυρτος Low diacritics: γονυκαμψεπίκυρτος Capitals: ΓΟΝΥΚΑΜΨΕΠΙΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: gonykampsepíkyrtos Transliteration B: gonykampsepikyrtos Transliteration C: gonykampsepikyrtos Beta Code: gonukamyepi/kurtos

English (LSJ)

ον, twisting the knee awry, of the gout, Luc.Trag. 203.

German (Pape)

[Seite 502] das Knie ganz krumm biegend, ποδάγρα Luc. Tragodop. 202.

Greek (Liddell-Scott)

γονῠκαμψεπίκυρτος: -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, αὐτόθι 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte).
Étymologie: γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος.

Spanish (DGE)

-ον retuercerrodillas Ποδάγρα Luc.Trag.203.

Greek Monolingual

γονυκαμψεπίκυρτος, -ον (Α)
(για την ποδάγρα) που στραβώνει το γόνατο.

Russian (Dvoretsky)

γονυκαμψεπίκυρτος: искривляющий колени (ποδάγρα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γονυκαμψεπίκυρτος -ον γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος kom. woordvorming die knieën scheefdraait. Luc. 69.203 (van jicht).