γεμιστός
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ή, όν, laden, full, Ath.9.381a.
Greek (Liddell-Scott)
γεμιστός: -ή, -όν, πεφορτωμένος, πλήρης, Ἀθήν. 381Α.
Spanish (DGE)
-ή, -όν relleno γεμιστοῦ χοίρου Ath.381a.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γεμιστός, -ή, -όν, Μ και γεμωστός)
ο γεμάτος, ο πλήρης
νεοελλ.
(για φαγητά) αυτός που τον έχουν παρασκευάσει με γέμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. γεμιστός < γεμίζω
μσν. γεμωστός < γεμώζω (βλ. γεμίζω)].