αἰτιατέον

From LSJ
Revision as of 19:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτιᾱτέον Medium diacritics: αἰτιατέον Low diacritics: αιτιατέον Capitals: ΑΙΤΙΑΤΕΟΝ
Transliteration A: aitiatéon Transliteration B: aitiateon Transliteration C: aitiateon Beta Code: ai)tiate/on

English (LSJ)

verb. Adj. A one must accuse, blame, X.Cyr. 7.1.11, Str.1.2.30. II one must allege as the cause, Pl.R.3790, Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτιᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθετον, πρέπει τις νὰ αἰτιᾶται, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 11. ΙΙ πρέπει τις νὰ ἐπάγηται ὡς αἰτίαν, Πλάτ. Πολ. 379C, Τίμ. 57C, 87B.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de αἰτιάομαι.

Spanish (DGE)

1 hay que echar la culpa, hay que achacar θεούς X.Cyr.7.1.11, ἐκείνους Str.1.2.30.
2 hay que considerar como causa o causante τῶν ἀγαθῶν Pl.R.379c, cf. Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.

Greek Monolingual

αἰτιατέον (Α) αἰτιῶμαι
1. πρέπει κανείς να κατηγορεί
2. πρέπει κανείς να προβάλλει, να θεωρεί κάποιον ως αίτιο, ως υπεύθυνο.

Greek Monotonic

αἰτιᾱτέον: ρημ. επίθ. του αἰτιάομαι,
I. αυτό που πρέπει καποιος να κατηγορεί, σε Ξεν.
II. αυτό που πρέπει κάποιος να τεκμαίρεται ως αιτία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἰτιάομαι
I. one must accuse, Xen.
II. one must allege as the cause, Plat.