ἀκαριαῖος
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
α, ον, (ἀκαρής) momentary, brief, πλοῦς D.56.30, cf. Arist. HA590a3, Phld.Ir.p.80 W., etc.; τὸ ἀ. S.E.P.3.79; of a locus, ἀ. τόπος Aristox.Harm.p.55 M. Adv. -ως Alciphr.1.39 (cj).
German (Pape)
[Seite 68] klein, kurz, πλοῦς Dem. 56, 30; Arist. H. A. 8, 2; χρόνος οὐδ. ἀκ. D. Hal. 8, 70; Luc. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαριαῖος: -α, -ον, (ἀκαρὴς) = στιγμιαῖος, βραχύς, πλοῦς, Δημ. 1292. 2· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2· 11, Διον. Ἁλ. 8. 70. - Ἐπίρρ. -ως, Ἀλκίφρ. 1. 39 (Meineke).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
très petit.
Étymologie: ἀ, κείρω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 corto, breve, pequeñísimo φλόξ Arist.HA 590a3, τόπος Aristox.Harm.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2Ma.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.Ir.40.2, Luc.Herm.6
•subst. τὸ ἀ. instante, breve instante M.Ant.3.10, S.E.P.3.79.
2 adv. -ως en un instante ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.Strom.1.13.57, cf. Origenes Fr.88 in Io.12.27, Basil.Hex.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.
• Etimología: Cf. ἀκαρής.
Greek Monolingual
-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῖος) ἀκαρής
αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος.
Greek Monotonic
ἀκαριαῖος: -α, -ον (ἀκαρής), στιγμιαίος, σύντομος, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰριαῖος: (ᾰκ) весьма малый, незначительный (πλοῦς Dem.; μόριον Arst.; λίθος Sext.).