ἀκατάχρηστος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ον, unused, Eust.812.52, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάχρηστος: -ον, ἄχρηστος, ὃν δὲν μετεχειρίσθη τις, Εὐστ. 812. 52.
Spanish (DGE)
-ον
inusitado, ἀκρίβεια Eust.812.52, cf. Gloss.2.222.
Greek Monolingual
ἀκατάχρηστος, -ον (Μ) καταχρῶμαι
άχρηστος ή αμεταχείριστος.