ἀλογεύομαι
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
speak casually, Cic.Att.6.4.3.
German (Pape)
[Seite 108] unverständig sein, Cic. Att. 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογεύομαι: ἀποθ., = προσποιοῦμαι τὸν μωρόν, ἢ εἶμαι μωρός, ἄλογος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4, 3˙ ἀλλ. ἀλλογνοούμενα.
Spanish (DGE)
1 hablar sin pensar, sin darse cuenta ἐξ ὧν ἀλογευόμενος παρεφθέγγετο de lo que profirió sin darse cuenta Cic.Att.118.3.
2 tener relaciones carnales con animales, CAnt.(314) Can.16, 17.
Greek Monolingual
(Α ἀλογεύομαι) ἄλογος
1. είμαι παράλογος, μιλώ παράλογα
2. προσποιούμαι τον παράλογο
3. (Εκκλ.) ἄλογον λέγεται για την παρά φύση ασέλγεια και την κτηνοβασία.
Russian (Dvoretsky)
ἀλογεύομαι: говорить вздор: ἃ ἀλογευόμενος παρεφθέγγετο Cic. вздор, который он нагородил.