ἀμετάκλαστος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ον, not to be broken, inflexible, τὸ ἀ. τῆς γνώμης X.Ep.1.2.
German (Pape)
[Seite 122] unbeugsam, τὸ τῆς γνώμης ἀμ., Beharrlichkeit in der Gesinnung, Xen. En. 1. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάκλαστος: -ον, ὁ μὴ μετακλώμενος, ἄκαμπτος, τὸ ἀμ. τῆς γνώμης Ξεν. Ἐπιστ. 1. 2.
Spanish (DGE)
-ον
constante, inflexible subst. τὸ ἀ.: τὸ ἀμετάκλαστόν σου τῆς γνώμης X.Ep.1.
Greek Monolingual
ἀμετάκλαστος, -ον (Α) μετακλῶ
άκαμπτος, αλύγιστος.