ἀμυγδαλίς
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = ἀμυγδάλη, Philox.3.20, Plu.2.624d.
German (Pape)
[Seite 130] ίδος, ἡ, Mandel, Plut. Symp. 1, 6; Philox. Ath. XIV, 643 c, als Diminutiv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἀμυγδάλη, Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 643C.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petite amande.
Étymologie: ἀμυγδάλη.
Spanish (DGE)
(ἀμυγδᾰλίς) -ίδος, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
almendra Philox.Leuc.(e) 21, Plu.2.624d.
Greek Monolingual
ἀμυγδαλὶς (-ίδος), η (Α) ἀμυγδάλη
αμύγδαλο.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυγδᾰλίς: ίδος ἡ Plut. = ἀμύγδαλον.