ἀναίματος

From LSJ
Revision as of 10:11, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίμᾰτος Medium diacritics: ἀναίματος Low diacritics: αναίματος Capitals: ΑΝΑΙΜΑΤΟΣ
Transliteration A: anaímatos Transliteration B: anaimatos Transliteration C: anaimatos Beta Code: a)nai/matos

English (LSJ)

ον, = ἄναιμος, A.Eu.302, Aenigm. ap. Ath.2.63b.

German (Pape)

[Seite 189] blutlos, βόσκημα δαιμόνων Aesch. Eum. 292; Ath. II, 63 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίματος: -ον, ὁ ἄνευ αἵματος, μὴ μολυνθεὶς ὑφ’ αἵματος, Λατ. incruentus, ἀν. φυγαὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 196˙ χρὼς Εὐρ. Φοίν. 264˙ βωμὸς Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἄναιμος.

Spanish (DGE)

-ον
exangüe, desangrado ἀναίματον βόσκημα δαιμόνων, σκιάν de Orestes, A.Eu.302
del caracol que carece de sangre enigma en Ath.63b.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναίματος, -ον)
αυτός που δεν έχει αίμα
αρχ.
αυτός που δεν χύνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + -αιματος < αἷμα.

Greek Monotonic

ἀναίμᾰτος: -ον = ἄναιμος, αποτραγγισμένος από αίμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίμᾰτος: бескровный (σκιά Aesch.; τροφαί Plut.).

Middle Liddell

= ἄναιμος.]
drained of blood, Aesch.