ἀνοιστρέω
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
goad to madness, E.Ba.979; ἔρωτι καρδίην ἀνοιστρηθείς Herod.1.57.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοιστρέω: ἐμβάλλω εἴς τινα βακχικὸν οἶστρον, ἐξεγείρω μέχρι βακχικῆς μανίας, ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες ... ἀνοιστρήσατέ νιν Εὐρ. Βάκχ. 979.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aiguillonner, càd transporter d'une fureur divine.
Étymologie: ἀνά, οἶστρος.
Spanish (DGE)
fig. aguijonear νιν a Dioniso, E.Ba.979, αὐτήν a un leopardo, Philostr.VA 2.2, c. dat. instrum. κέντρῳ ... Ἰούδαν Nonn.Par.Eu.Io.13.2, παῖδας ... κυδοιμῷ Nonn.D.48.14, v. pas. ἔρωτι ... ἀνοιστρηθείς Herod.1.57.
Greek Monotonic
ἀνοιστρέω: μέλ. -ήσω, εμβάλλω σε βακχικό οίστρο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοιστρέω: возбуждать, приводить в исступление, натравливать (τινα ἐπί τινα Eur.).