ἁλίτυπος
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ον, sea beaten, ἁ. βάρη griefs for sea-tossed corpses, A.Pers.946 (lyr.): as substantive, seaman, fisherman, E.Or.373.
German (Pape)
[Seite 99] vom Meere geschlagen, βάρη Aesch. Pers. 907 ch.; – ἁλιτύπος, ὁ, der Schiffer, der das Meer mit Rudern schlägt, Eur. Or. 363.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίτῠπος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης τυπτόμενος, ἁλ. βάρη, θλίψεις περὶ πτωμάτων ὑπὸ τῆς θαλάσσης τῇδε κἀκεῖσε φερομένων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 945 (λυρ)· ὡς οὐσιαστ., ναύτης, ἁλιεύς, Εὐρ. Ὀρ. 373.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
battu des flots.
Étymologie: ἅλς¹, τύπτω.
Spanish (DGE)
(ἁλίτῠπος) -ον
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
1 golpeado por el mar ἁ. βάρη ref. la derrota naval persa, A.Pers.945.
2 subst. baqueteado por el mar, lobo de mar, marinero ἔκλυον ἁλιτύπων τινὸς τῆς Τυνδαρείας παιδὸς ... φόνον E.Or.373.
Greek Monolingual
ἁλίτυπος, -ον (Α)
1. θαλασσοχτυπημένος, θαλασσοδαρμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἁλίτυπος
θαλασσινός, ψαράς
3. φρ. «ἁλίτυπα βάρη», θλίψη για τα πτώματα που θαλασσοδέρνονται, που τά πάει εδώ κι εκείτο κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τυπος < τύπτω «χτυπώ»].
Greek Monotonic
ἁλίτῠπος: -ον (ἅλς, τύπτω),
1. δαρμένος από τη θάλασσα, ἁλ. βάρη, θλίψεις για πτώματα που βρίσκονται στη θάλασσα, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., ναυτικός, ψαράς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίτῠπος: бросаемый морем: ἁλίτυπα βάρη Aesch. скорбь по погибшим в море.
Middle Liddell
[ἅλς, τύπτω
1. sea-beaten, ἁλ. βάρη griefs for sea-tossed corpses, Aesch.
2. as substantive a seaman, fisherman, Eur.