ἁλίξαντος

From LSJ
Revision as of 20:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίξαντος Medium diacritics: ἁλίξαντος Low diacritics: αλίξαντος Capitals: ΑΛΙΞΑΝΤΟΣ
Transliteration A: halíxantos Transliteration B: halixantos Transliteration C: aliksantos Beta Code: a(li/cantos

English (LSJ)

ον, worn by sea, χοιράδες AP 6.89 (Maec.); τύμβος IG 9(1).878 (Corcyr.); ἁ. μόρος death by being dashed on the beach, AP 7.404 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 97] vom Meer ausgehöhlt, χοιράδες Q. Maec. 8 (VI, 89); aber μόρος Zon. 9 (VII, 404), wenn die Lesart richtig, Tod im Meere.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίξαντος: -ον, ὁ ξαινόμενος, κατατρωγόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, χοιράδες, Ἀνθ. Π. 6. 89· ἀλ. μόρος θάνατος, ὁ προελθὼν ἐκ τῆς κατὰ τῆς ἀκτῆς προσαράξεως αὐτόθι 7. 404.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poli par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ξαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
desgastado, erosionado por el mar ἁλιξάντοισι ... χοιράσι en escollos erosionados por el mar, AP 6.89 (Maec.), τύμβος EAD 30.482.3 (II a.C.), οὐ γάρ σευ μήτηρ ... εἶδεν ἀλίξαντον σὸν μόρον tu madre no ha visto tu cadáver corroído por el mar, AP 7.404 (Zon.).

Greek Monolingual

ἁλίξαντος, -ον (Α)
1. αυτός που τρίβεται, φθείρεται από τη θάλασσα
2. «ἁλίξαντος μόρος» θάνατος από πρόσκρουση σε βραχώδη ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἃλς) + ξαίνω.

Greek Monotonic

ἁλίξαντος: -ον (ἅλς, ξαίνω), αυτός που φθείρεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίξαντος:
1) размытый морем (χοιράδες Anth.);
2) причиненный морской бурей (μόρος εἰνάλιος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ξαίνω
worn by the sea, Anth.