εἱλωτεία
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
ἡ, the system of serfdom at Sparta, Pl. Lg. 776c.
the body of Helots, Arist. Pol. 1269b12, cf. 1264a35 (pl.).
German (Pape)
[Seite 730] ἡ, der Helotenstand, Leibeigenschaft, Plat. Legg. VI, 776 c.
Greek (Liddell-Scott)
εἱλωτεία: ἡ, ἡ κατάστασις Εἵλωτος ἐν Σπάρτῃ, Πλάτ. Νόμ. 776C. ΙΙ. τὸ σύνολον τῶν Εἱλώτων, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22· πρβλ. δουλεία ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
condition d'hilote.
Étymologie: εἵλως.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ία Sch.Pl.Alc.1.122d, Hsch.s.u. νεοδαμώδεις
1 en Esparta sistema servil basado en los hilotas σχεδὸν πάντων τῶν Ἑλλήνων ἡ τῶν Λακεδαιμονίων εἱ. πλείστην ἀπορίαν παράσχοιτ' ἂν καὶ ἔριν Pl.Lg.776c, τὴν εἱλωτείαν τὴν ὕστερον συμμείνασαν μέχρι τῆς Ῥωμαίων ἐπικρατείας Str.8.5.4
•entendido simplemente como esclavitud, servidumbre Sch.Pl.l.c., Hdn.Epim.48, Paus.Gr.ε 16.
2 el conjunto o clase de los hilotas considerado particularmente rebelde, Arist.Pol.1269b12, aunque τοὺς γεωργοὺς ... πολὺ μᾶλλον εἰκὸς εἶναι χαλεποὺς ... ἢ τὰς παρ' ἐνίοις εἱλωτείας τε καὶ πενεστείας καὶ δουλείας Arist.Pol.1264a35.
Greek Monolingual
εἱλωτεία, η (Α)
1. η κατάσταση τών ειλώτων στη Σπάρτη
2. το σύνολο τών ειλώτων.
Russian (Dvoretsky)
εἱλωτεία: ἡ
1) илотство, крепостное право в Спарте (ἡ τῶν Λακεδαιμονίων εἱ. Plat.; αἱ εἱλωτεῖαι καὶ δουλεῖαι Arst.);
2) собир. илоты Arst.