ἐκθλιβή
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ, oppression, LXX Mi.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθλιβή: ἡ, κατάθλιψις, Ἑβδ. (Μιχ. Ζ΄, 2).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
opresión, compresión τῶν πόρων Ps.Caes.76.4
•opresión, tribulación, acoso τὸν πλησίον ... ἐκθλίβουσιν ἐκθλιβῇ LXX Mi.7.2, en la batalla, argumen.Il. en PMich.inv.920.24 en ZPE 56.1984.5.
Greek Monolingual
η (AM ἐκθλιβή)
νεοελλ.
η έκθλιψη, η αφαίρεση του χυμού με συμπίεση («εκθλιβή σταφυλιών, τεύτλων κ.λπ.»)
αρχ.
κατάθλιψη, στενοχώρια.