ἔμβλεμμα

From LSJ
Revision as of 08:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβλεμμα Medium diacritics: ἔμβλεμμα Low diacritics: έμβλεμμα Capitals: ΕΜΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: émblemma Transliteration B: emblemma Transliteration C: emvlemma Beta Code: e)/mblemma

English (LSJ)

ατος, τό, looking straight at, X.Cyn.4.4.

German (Pape)

[Seite 805] τό, Blick ins Angesicht, Xen. Cyn. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβλεμμα: τό, τὸ βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, Ξεν. Κύρ. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard dirigé sur.
Étymologie: ἐμβλέπω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό mirada de soslayo εἰς τὴν ὕλην X.Cyn.4.4.

Greek Monolingual

ἔμβλεμμα, το (Α)
βλέμμα κατά πρόσωπο, κατ' ευθείαν.

Greek Monotonic

ἔμβλεμμα: -ατος, τό, βλέμμα κατ' ευθείαν προς κάτι, κοίταγμα, «κάρφωμα» κατά πρόσωπο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβλεμμα: ατος τό взгляд: τὰ ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα τὰ ἐπί τι Xen. взгляды, бросаемые то назад, то (снова) на что-л.

Middle Liddell

ἔμβλεμμα, ατος, τό,
a looking straight at, Xen. [from ἐμβλέπω