δισθανής
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ές, twice dead, Od.12.22.
Spanish (DGE)
(δισθᾰνής) -ές
• Morfología: [ép. plu. δισθανέες Od.12.22]
que muere dos veces, Od.l.c.
German (Pape)
[Seite 642] ές, zweimal sterbend, Od. 12, 22, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
δισθανής: -ές, δὶς ἀποθανών, Ὀδ. Μ. 22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui meurt deux fois.
Étymologie: δίς, θνῄσκω.
Greek Monolingual
δισθανής, -ές (Α)
αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + -θανής < (θ.) θαν-(έθανον)].
Greek Monotonic
δισθᾰνής: -ές (θανεῖν, θνῄσκω), αυτός που πεθαίνει δύο φορές, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δισθᾰνής: дважды умирающий (об Одиссее, при жизни посетившем Аид) Hom.