βουκαῖος

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκαῖος Medium diacritics: βουκαῖος Low diacritics: βουκαίος Capitals: ΒΟΥΚΑΙΟΣ
Transliteration A: boukaîos Transliteration B: boukaios Transliteration C: voukaios Beta Code: boukai=os

English (LSJ)

ὁ, (βοῦκος) A cowherd, Nic.Th.5. II one who ploughs with oxen, Theoc.10.1,57 (prob. a pr. n.), Nic.Fr.90.

German (Pape)

[Seite 456] ὁ, Ochsentreiber, -hirt, Theocr. 10, 1; Nic. Ih. 5, s. βοῦκος.

Greek (Liddell-Scott)

βουκαῖος: ὁ, (βοῦκος), Λατ. bubulcus, βουκόλος, «ἀγελαδάρης», Νίκ. Θ. 5. ΙΙ. ὁ ἀροτριῶν διὰ βοῶν, Θεόκρ. 10. 1, 57, Νίκ. Ἀποσπ. 35.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bouvier;
2 qui laboure avec des bœufs.
Étymologie: βοῦκος.

Greek Monolingual

βουκαῖος, ο (Α)
1. βουκόλος
2. αυτός που οργώνει το χωράφι με βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούκος (κύριο όνομα) < βουκόλος. Η λ. βουκαίος θα πρέπει να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο].

Greek Monotonic

βουκαῖος: ὁ (βοῦκος), Λατ. bubulcus, αγελαδάρης, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βουκαῖος:погонщик волов или пашущий на волах Theocr.

Middle Liddell

βοῦκος
cowherd, Theocr.