δυσωδία

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσωδία Medium diacritics: δυσωδία Low diacritics: δυσωδία Capitals: ΔΥΣΩΔΙΑ
Transliteration A: dysōdía Transliteration B: dysōdia Transliteration C: dysodia Beta Code: duswdi/a

English (LSJ)

ἡ, foul smell, Arist.Pol.1311b34, HA626b20, Ph.2.96, Plu.2.90b, Phld. Herc.19.27, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Morb.4.47
1 mal olor, fetidez δ. ... περὶ τὸ πνεῦμα Hp.l.c., δυσωδίαι τῶν πτυσμάτων Hp.Coac.400, op. εὐωδία Arist.EE 1230b29, τοῦ στόματος Arist.Pol.1311b34, cf. Plu.2.90b, Luc.Herm.34, Hierocl.Facet.240, τῶν σμηνῶν Arist.HA 626b20, θέρμῃ καὶ δυσωδίᾳ πληγέντας Posidon.227, τῶν ἀθάπτων D.S.14.71, cf. 19.49, βυρσέως Aesop.220, δυσωδίας πάντα διὰ πάντων ἀναπεπλῆσθαι en una de las plagas de Egipto, Ph.2.96, cf. 175, ὁ ἰχὼρ καὶ ἡ δ. ... κατέρρεε Apoc.Petr.26, δυσωδίας τινὸς τῷ τραύματι ἐγγινομένης Luc.VH 1.16, cf. Luct.11, δυσωδίας αἴτιος Vett.Val.10.19, 105.8, ἡ τραγικὴ δ. olor a chotuno Longus 4.17.2, ἡ ἀπὸ τῶν ἱδρώτων δ. Ath.402d, τῆς ἀηδοῦς κεδρίας IMEG 97.2 (II d.C.), como signo de posesión demoníaca, Ath.Al.V.Anton.63.3, χαλκεὺς ... καπνοῦ καὶ δυσωδίας ὄζων Aen.Gaz.Ep.21, del azufre, Iul.Ascal.13.1.
2 fig. inmundicia, fetidez μὴ ἡ τῆς κεφαλῆς σοῦ εὐοδία δυσωδίαν σου τῷ βίῳ παράσχῃ Diog.325, ἀπορρῖψαι τὴν δυσωδίαν τοῦ διαβόλου Phys.A 101.2, τῆς κακίας δ. Ath.Al.M.26.25C, δ. τῆς εἰς τὰ εἴδωλα θυσίας Ath.Al.Syn.20.2, δ. τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων Cyr.Al.M.69.960A, ref. al pecado Χριστὸς ... ὡς λύσῃ δυσωδίας Gr.Naz.M.37.656A.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ, übler Geruch, Arist. H. A. 9, 40 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσωδία: ἡ, κακὴ ὀσμή, βρῶμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 20, Ἱ. Ζ. 9. 40, 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
odeur fétide.
Étymologie: δυσώδης.

Greek Monolingual

η (AM δυσωδία)
1. άσχημη μυρωδιά, κακοσμία
2. ανηθικότητα
νεοελλ.
φρ. «βρόμα και δυσωδία» α) αποκρουστική ακαθαρσία και κακοσμία
β) αηδιαστική ανηθικότητα.

Russian (Dvoretsky)

δυσωδία:неприятный запах, зловоние (τοῦ στόματος Arst., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσωδία -ας, ἡ [δυσώδης] vieze geur.