θηλύφωνος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον, with woman's voice, Ael.NA6.19; εὐγενὴς φιλοσοφία φεύγουσα τὸ θ. Eust. 10.22.
German (Pape)
[Seite 1208] mit weiblicher Stimme; θηλύφωνα φθέγγεται, von Vögeln, Ael. H. A. 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύφωνος: -ον, ἔχων γυναικείαν φωνήν, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix de femme.
Étymologie: θῆλυς, φωνή.
Greek Monolingual
θηλύφωνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει γυναικεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, καλλίφωνος].