γυναικοκρατία

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυναικοκρᾰτία Medium diacritics: γυναικοκρατία Low diacritics: γυναικοκρατία Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: gynaikokratía Transliteration B: gynaikokratia Transliteration C: gynaikokratia Beta Code: gunaikokrati/a

English (LSJ)

( γυναικοκράτεια Procop.Arc.5), ἡ, dominion of women, Arist.Pol.1313b33, Plu.Cat. Ma.8: title of plays by Amphis and Alexis.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -κράτεια Procop.Arc.5.26
1 sumisión a las mujeres γ. τε περὶ τὰς οἰκίας Arist.Pol.1313b33, μὴ κρατῶν τῆς πολλῆς ἀνέσεως καὶ γυναικοκρατίας διὰ τὰς πολλὰς στρατείας τῶν ἀνδρῶν Plu.Lyc.14, cf. Cat.Ma.8, Procop.l.c.
c. gen. obj. τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρατίας Plu.Ant.10 (ap. crít.).
2 ginecocracia cierto tipo de matriarcado entre los antiguos cántabros, Str.3.4.18
tít. de sendas comedias de Anfis, Ath.336c, y de Alexis, Poll.9.44.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, Weiberherrschaft, Arist. Polit. 5, 11; Plut. Cat. mai. 8; s.-κρασία.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοκρᾰτία: ἡ, ἡ τῶν γυναικῶν κυριαρχία, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 11, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 8

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domination des femmes.
Étymologie: cf. γυναικοκρατέομαι.

Greek Monolingual

η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια)
1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες
2. η μητριαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + -κρατία < -κρατής < κράτος
γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + -κράτεια < -κρατής < κράτος.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικοκρᾰτία:господство женщин Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικοκρατία -ας, ἡ [γυναικοκρατέομαι] heerschappij van vrouwen.

Middle Liddell

κρατέω
the dominion of women, Arist., Plut.