Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐστάλεια

From LSJ
Revision as of 09:04, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστάλεια Medium diacritics: εὐστάλεια Low diacritics: ευστάλεια Capitals: ΕΥΣΤΑΛΕΙΑ
Transliteration A: eustáleia Transliteration B: eustaleia Transliteration C: efstaleia Beta Code: eu)sta/leia

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. εὐσταλίη, ἡ,
A simple arrangement, Hp.Art.82.
2 orderliness, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J.
3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστάλεια: ἡ, ἁπλῆ διευθέτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ εὐσταλίη: ἐπὶ στρατευμάτων, ἐλαφρότης στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.

Greek Monolingual

εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α)
ευσταλής
1. καλή διάταξη, τοποθέτηση
2. συμμετρία, αναλογίαεὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)
3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

εὐστάλεια: ἡ, ψιλός, ελαφρός οπλισμός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐστάλεια, ἡ,
light equipment, Plut. [from εὐστᾰλής]