καλλίγαμος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, of happy marriage, λέκτρα AP9.765 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1309] schön vermählt, λέκτρα Paul. Sil. 67 (IX, 765).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίγᾰμος: -ον, εὐτυχὴς ἐν τῷ γάμῳ, καλλιγάμοις λέκτροις Ἀνθ. Π. 9. 765.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'heureuse union.
Étymologie: καλός, γάμος.
Greek Monolingual
καλλίγαμος, -ον (Α)
ευτυχισμένος στον γάμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. έγγαμος, πολύγαμος].
Greek Monotonic
καλλίγᾰμος: -ον, ευτυχισμένος μέσα στο γάμο του, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καλλίγᾰμος: (ῐ) связанный счастливым браком (λέκτρα Anth.).