νεωκορέω
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
A to be a νεωκόρος, serve, tend, in Pass., Ἑστία… ὑπὸ παρθένων νεωκορεῖται Corn.ND28, cf. BMus.Inscr.481*.153 (Ephesus, ii A.D.). 2 ironically, sweep clean, clean out, plunder a temple, Pl. R.574d. 3 honour with a temple, τὸν αὑτῶν σύμμαχον (sc. θεόν) J.BJ5.9.4. II metaph., keep clean and pure, νεωκορεῖν ἔρωτα cherish love in a pure heart (as in a temple), Luc.Am.48.
Greek (Liddell-Scott)
νεωκορέω: εἶμαι νεωκόρος, ὑπηρετῶ, Κοτυτοῖ καὶ τοῖς ἄλλοις Ἀττικοῖς κονισάλοις νεωκορεῖ Συνέσ. 178Α. ― Παθ., Ἑστία... νεωκορεῖται ὑπὸ παρθένων Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 28. 2) εἰρωνικῶς, καθαρίζω ἐντελῶς, σαρώνω, συλῶ, «ξεγυμνώνω» ναόν, Πλάτ. Πολ. 574D, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 534. ΙΙ. μεταφορ., τηρῶ καθαρόν, ἁγνόν, νεωκορεῖν ἔρωτα, τρέφειν ἔρωτα ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ (ὡς ἐντὸς ναοῦ), Λουκ. Ἔρωτ. 48.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
prendre soin d'un temple.
Étymologie: νεωκόρος.
Greek Monotonic
νεωκορέω: (νεωκόρος), φροντίζω ναό· ειρων., καθαρίζω εντελώς, σαρώνω, ξεκαθαρίζω, διαπράττω ιεροσυλία (σύληση), σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νεωκορέω:
1) держать в чистоте, свято охранять (ἔρωτα Luc.);
2) ирон. очищать, обирать дочиста (ἱερόν τι Plat.).
Middle Liddell
νεωκορέω, νεωκόρος
to serve a temple: ironically, to sweep clean, clean out, plunder a temple, Plat.