λιχμάζω

From LSJ
Revision as of 13:31, 25 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "trans." to "trans.")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχμάζω Medium diacritics: λιχμάζω Low diacritics: λιχμάζω Capitals: ΛΙΧΜΑΖΩ
Transliteration A: lichmázō Transliteration B: lichmazō Transliteration C: lichmazo Beta Code: lixma/zw

English (LSJ)

A = λιχμάω, Hes.Sc.235; γλώσσῃ λ. Nic.Th.229. II trans., lick, Opp.H.2.250, Nonn.D.44.111; Ion. impf., λιχμάζεσκε δέρην Mosch.2.94.

Greek (Liddell-Scott)

λιχμάζω: (λείχω) = λιχμάω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 235· γλώσσῃ λ. Νικ. Θ. 229. ΙΙ. μεταβ., λείχω, ὃν πόδα λιχμάζουσι Ὁππ. Ἁλ. 2. 250, Νόνν. Δ. 44. 111· Ἰων. παρατ. λιχμάζεσκε δέρην Μόσχ. 2. 94.

French (Bailly abrégé)

1darder sa langue.
Étymologie: cf. λιχμάω.
2se pourlécher.
Étymologie: usage thrace de λιχμάζω.

Greek Monolingual

λιχμάζω (Α)
1. (για φίδια) περιστρέφω τη γλώσσα
2. γλείφω, λιχμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιχμῶ, κατά τα ρ. σε -άζω].

Greek Monotonic

λιχμάζω: (λείχω)
I. = λιχμάω, σε Ησίοδ.
II. μτβ., γλείφω, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. λιχμάζεσκε, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

λιχμάζω: Hes. = λιχμάω.

Middle Liddell

λιχμάζω, λείχω
I. = λιχμάω, Hes.
II. trans. to lick, ionic 3rd sg. imperf. λιχμάζεσκε Mosch.