κούνικλος
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
v. κύνικλος.
German (Pape)
[Seite 1495] ὁ, = κόνικλος; Ath. IX, 400 f aus Pol. 12, 3, 10, wo jetzt κύνικλος steht; vgl. Ael. H. A. 13, 15, v.l. κόνικλος.
Greek (Liddell-Scott)
κούνικλος: ἴδε ἐν λ. κύνικλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lapin, animal.
Étym. lat. cuniculus.
Greek Monolingual
κούνικλος και κουνίκουλος, ὁ (Α)
κόνικλος, κύνικλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus
βλ. και λ. κουνέλι].