μυλήφατος

From LSJ
Revision as of 04:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλήφᾰτος Medium diacritics: μυλήφατος Low diacritics: μυλήφατος Capitals: ΜΥΛΗΦΑΤΟΣ
Transliteration A: mylḗphatos Transliteration B: mylēphatos Transliteration C: mylifatos Beta Code: mulh/fatos

English (LSJ)

ον, (θείνω) bruised in a mill, εἴκοσι… μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Od. 2.355, cf. A.R.1.1073, Lyc.578.

German (Pape)

[Seite 217] (φάω, πέφαμαι), von der Mühle zermalmt, zermahlen; ἄλφιτον, Od. 2, 355; Ap. Rh. 1, 1073; vgl. Plut. Qu. Rom. 109.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλήφᾰτος: -ον, (φένω, πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, εἴκοσι... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrasé par la meule.
Étymologie: μύλη, πέφνειν.

English (Autenrieth)

(φένω): crushed in a mill, ground, Od. 2.355†.

Greek Monolingual

μυλήφατος, -ον (ΑΜ)
αλεσμένος στον μύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -φατος (< θείνω «φονεύω» — για την εναλλαγή θ- / φ
βλ. λ. θείνω), πρβλ. αρηΐ-φατος, δουρί-φατος].

Greek Monotonic

μῠλήφᾰτος: -ον (πέφαμαι), Παθ. παρακ. του *φένω), αλεσμένος σε μύλο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μῠλήφᾰτος: молотый (ἄλφιτον Hom.).

Middle Liddell

μῠλή-φᾰτος, ον [πέφαμαι, perf. pass. of *φένω
bruised in a mill, Od.