μαλάχιον
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
τό, a woman's ornament worn round the neck, Ar. Fr.320.10 (ap.Phot.; μαλάκιον Hsch., Poll.5.98 (pl.); μολόχιον Clem.Al.Paed.2.124.2).
Greek (Liddell-Scott)
μαλάχιον: ἱμάτιον, γυναικεῖον ἔνδυμα ἔχον τὸ χρῶμα μαλάχης, Λατ. molochinum, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 302. 10) παρὰ Φωτ., ἀλλὰ μαλάκιον παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98, Ἡσύχ.· μολόχιον παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 209.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
collier porté par les femmes.
Étymologie: μαλάχη.
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Greek Monolingual
μαλάχιον και μαλάκιον και μολόχιον, τὸ (Α) μαλάχη
γυναικείο κόσμημα που φοριόταν γύρω από τον λαιμό, περιδέραιο.