μουσάριον

Revision as of 07:38, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "eye-salve" to "eyesalve")

English (LSJ)

τό, name of an eyesalve, Alex. Trall.2.

German (Pape)

[Seite 210] τό, eine Augensalbe, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

μουσάριον: τό, ἀλοιφή τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 129.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
collyre.
Étymologie: μοῦσα.

Greek Monolingual

(I)
μουσάριον, τὸ (Α) μούσα (Ι)]
ονομασία ενός είδους κολλυρίου.
(II)
μουσάριον και μουσάρον, τὸ (Μ)
μωσαϊκό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουσεῖον «μωσαϊκό έργο» + υποκορ. κατάλ. -άριον]].