λινόπληκτος

From LSJ
Revision as of 07:50, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 49] netzschen, von Thieren, die einmal aus dem Netz entschlüpft und daher scheu sind, Plut. Symp. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπληκτος: -ον, ὁ τρομάζων πρὸ τοῦ δικτύου, ἐπὶ ζῴων ἅτινα συλληφθέντα διέφυγον, Πλούτ. 2. 642Α· ὡσαύτως λινοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, Ἰω. Χρυσ.· - ἐν Νουμην. παρ’ Ἀθην. 321Ε, ἔχομεν ὑπερθετ. λινοπληγέστατος, σφοδρότατα πλήττων τὸ δίκτυον, κυρίως ἐπὶ ἰχθύος σφαδάζοντος, μεταφορ. δὲ ἐπὶ ἀνθρώπου, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 181. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Παραλ. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint par le filet ; qui redoute le filet.
Étymologie: λίνον, πλήσσω.

Greek Monolingual

λινόπληκτος και λινόπληγος, -ον και λινοπλήξ, -ῆγος, ό, ἡ (Α)
(κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλίπληκτος, θαλασσόπληκτος. Ο τ. λινόπληγος και λινοπλήξ < λίνον + -πληγός και -πληξ (< πλήξ, -γός < πλήσσω), πρβλ. αμφιπλήξ, παραπλήξ].

Russian (Dvoretsky)

λῐνόπληκτος: напуганный сетью, т. е. боящийся сети (sc. ζῷον Plut.).