μουσόδομος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον, built by song, of the walls of Thebes, AP9.250 (Honest.).
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen, durch Musik gebau't, τείχη, Onest. 6 (IX, 250).
Greek (Liddell-Scott)
μουσόδομος: -ον, ὁ δι’ ᾀσμάτων οἰκοδομηθείς, ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Ἀνθ. Π. 9. 250.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti au son de la musique.
Étymologie: μοῦσα, δέμω.
Greek Monolingual
μουσόδομος, -ον (Α)
(για τα θηβαϊκά τείχη) οικοδομημένος με συνοδεία μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόμος.
Greek Monotonic
μουσόδομος: -ον (δέμω), αυτός που οικοδομήθηκε με τραγούδια, λέγεται για τα τείχη των Θηβών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μουσόδομος: воздвигнутый звуками (амфионовых) песен (τείχη Anth.).
Middle Liddell
μουσό-δομος, ον δέμω
built by song, of the walls of Thebes, Anth.