παρεκπροφεύγω
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
flee forth from, elude one's grasp, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Il.23.314.
German (Pape)
[Seite 513] (s. φεύγω), entfliehen, entgehen, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα, Il. 23, 314, von Kampfpreisen, die dem, der überwunden wird, entgehen.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκπροφεύγω: ἐκφεύγω τινά, ἐκφεύγω τῶν χειρῶν τινος, ἵνα μή σε παρεκπροφύγησιν ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 314.
French (Bailly abrégé)
ao.2 sbj. 3ᵉ sg. épq. παρεκπροφύγῃσιν;
fuir en passant à côté ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἐκπροφεύγω.
English (Autenrieth)
aor. subj. -φύγῃσιν: fig., elude the grasp, Il. 23.314†.
Greek Monolingual
Α
ξεφεύγω από κάποιον, από τα χέρια κάποιου, διαφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].
Greek Monotonic
παρεκπροφεύγω: φεύγω μπροστά από, ξεφεύγω, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παρεκπροφεύγω: убегать, ускользать (ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εκπροφεύγω ontgaan: met acc.: ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα opdat de prijzen je niet door de vingers glippen Il. 23.314.
Middle Liddell
to flee forth from, elude, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (epic 3rd sg. aor2 subj.), Il.