συνελευστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, disposed for society, τὸ σ. Plu.2.757c.
German (Pape)
[Seite 1014] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
Greek (Liddell-Scott)
συνελευστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ τύπος οὗτος πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ συνέλευστος ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime le monde, sociable.
Étymologie: συνέλευσις.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνέλευσις
ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.
Russian (Dvoretsky)
συνελευστικός: общительный Plut.