τειχομαχέω
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
fight the walls, i.e. conduct siege operations, Hdt.9.70, Th.7.79, X.HG1.1.14, etc.; τ. τινί Ar.Nu.481; πρὸς τοὺς πολεμίους Plu.Alc.28; τειχομαχεῖν δυνατοί skilled in conducting sieges, i.e. good engineers, Th.1.102: perhaps of defending a wall, App. Hann.92.
German (Pape)
[Seite 1081] um die Mauern oder um die Burg kämpfen, bes. belagern; Her. 9, 70; Ar. Nubb. 473; Thuc. 1, 102. 7, 79, Xen. Hell. 1, 1, 14; Sp., wie Hdn. 8, 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
τειχομᾰχέω: μάχομαι πρὸς τὰ τείχη, δηλ. πολιορκῶ καὶ προσβάλλω τὰ τείχη, Ἡρόδ. 9. 70, Θουκ. 7. 79, Ξεν., κλπ.· τ. τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 481· πρός τινα Πλουτ. Ἀλκ. 28· τειχομαχεῖν δυνατοί, ἔμπειροι εἰς τὸ τειχομαχεῖν, δηλ. εἰς τὸ πολιορκεῖν καὶ προσβάλλειν τείχη, Θουκ. 1. 102.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 attaquer des ouvrages de défense, donner l'assaut;
2 particul. préparer ou diriger une attaque contre des ouvrages de défense.
Étymologie: τεῖχος, μάχομαι.
Greek Monotonic
τειχομᾰχέω: μέλ. τειχομαχήσω, μάχομαι στα τείχη, δηλ. πολιορκώ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τειχομαχέω τινί, σε Αριστοφ.· πρός τινα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τειχομᾰχέω: штурмовать крепостные сооружения, вести осаду (τινι Arph. и πρός τινα Plut.): τ. δυνατοί Thuc. специалисты по штурму укреплений.
Middle Liddell
τειχομᾰχέω, fut. -ήσω
to fight the walls, i. e. to besiege, Hdt., Thuc., etc.; τ. τινί Ar.; πρός τινα Plut. [from τειχομᾰ́χης]