τριακοντούτης

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκοντούτης Medium diacritics: τριακοντούτης Low diacritics: τριακοντούτης Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΟΥΤΗΣ
Transliteration A: triakontoútēs Transliteration B: triakontoutēs Transliteration C: triakontoytis Beta Code: triakontou/ths

English (LSJ)

τρῐᾱκοντ-οῦτις, v. τριακονταέτης.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντούτης: -οῦτις, ἴδε τριακονταετής.

French (Bailly abrégé)

ης, ες ; gén. εος;
qui dure trente ans.
Étymologie: τριάκοντα, ἔτος.

Greek Monolingual

-ες / τριακοντούτης, -οῦτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, -ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, -ούτιδος, Α
ο τριακονταετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + -ετης (< ἔτος), με συναίρεση του ληκτικού φωνήεντος του α' συνθετικού και του αρκτικού -ε- του β' συνθετικού (πρβλ. πεντηκοντ-ούτης)].

Greek Monotonic

τριᾱκοντούτης: -οῦτις, βλ. τριακοντα-ετής.

Russian (Dvoretsky)

τριᾱκοντούτης: Thuc. = τριακονταετής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριακοντούτης -ες, gen. -ου, f. τριακοντοῦτις, zie τριακονταέτης.