φιληδία
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ἡ, delight, γρυλίζειν ὑπὸ φιληδίας, of pigs, Ar.Pl.307 (lyr.), cf. 311 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Liebe, Hang zum Vergnügen; Vergnügen an Etwas, Ar. Plut. 307. 311.
Greek (Liddell-Scott)
φῐληδία: ἡ, ἡδονή, ὑπὸ φιληδίας γρυλλίζειν, ἐπὶ χοίρων, Ἀριστοφ. Πλ. 307, πρβλ. 311.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
goût ou recherche du plaisir.
Étymologie: φιληδής.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
φῐληδία: ἡ, απόλαυση, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φιληδία: ἡ удовольствие, наслаждение: ὑπὸ φιληδίας Arph. от или для удовольствия.
Middle Liddell
φῐληδία, ἡ, [from φῐληδής]
delight, Ar.