χαμαικοιτέω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
lie on the ground, Luc.Syr.D.55 (v.l. χαμοκοιτέων).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαικοιτέω: κοιτάζομαι χαμαί, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 55.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coucher ou dormir à terre.
Étymologie: χαμαικοίτης.
Spanish
Greek Monotonic
χᾰμαικοιτέω: μέλ. -ήσω, κοιτάζω στο έδαφος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμαικοιτέω: лежать или спать на земле Luc.
Middle Liddell
χᾰμαικοιτέω, fut. -ήσω
to lie on the ground, Luc. [from χᾰμαικοίτης]