χειροτέχνημα

From LSJ
Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτέχνημα Medium diacritics: χειροτέχνημα Low diacritics: χειροτέχνημα Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: cheirotéchnēma Transliteration B: cheirotechnēma Transliteration C: cheirotechnima Beta Code: xeirote/xnhma

English (LSJ)

ατος, τό, work of art, Babr.30.4 (cj.), Poll.7.7, Lib.Or.11.254.

German (Pape)

[Seite 1346] τό, die Arbeit eines Handwerkers, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Βαβρ. 30.4, Πολυδ. Β΄, 148., 7. 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage fait à la main.
Étymologie: χειροτέχνης.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χειροτεχνῶ
έργο χειροτεχνίας, έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέριέκθεση χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»).

Greek Monotonic

χειροτέχνημα: -ατος, τό, έργο τέχνης, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

χειροτέχνημα: ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.

Middle Liddell

χειροτέχνημα, ατος, τό,
a work of art, Babr. [from χειροτέχνης