ἀγορητής
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A speaker, Ep. word, chiefly used of Nestor, λιγὺς Πυλίων ἀ. Il.1.248, al., cf.Ar.Nu.1057, Timo 30.1. II = ἀγορανόμος, or perhaps public auctioneer, OGI262.20 (pl., Baetocaece).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [sup. ἀγορητότατος Hsch., ἀγορήτατος EM α 185]
1 orador de Peleo βουληφόρος ἠδ' ἀ. Il.7.126, de los ancianos ἀγορηταὶ ἐσθλοί Il.3.150, esp. de Néstor λιγὺς ἀγορητής Il.1.248, 4.293, cf. Ar.Nu.1057, de Tersites λιγύς περ ἐὼν ἀ. Il.2.246, cf. 19.82, Od.20.274, de Platón, Timo SHell.804, Cleom.2.1.491
•sup. ἀγορητότατος· λογιώτατος Hsch., EM l.c.
2 funcionario del ágora prob. rematador de subastas, IGLS 4028.34 (III d.C.), cf. ἀγορητάς· τοὺς ἐν ἀγορᾷ ἀναστρεφομένους EM α 186.
German (Pape)
[Seite 21] ὁ, Sprecher in der Versammlung, Hom. öfter, z. B. vom Nestor λιγὺς Πυλίων ἀγ. Il. 1. 248. 4, 293, u. so Ar. Nubb. 1055; aber auch vom Thersites Hom. Il. 2. 246; Timon. bei Diog. L. 3, 7 vom Plato.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορητής: -οῦ, ὁ, (ἀγοράομαι) ῥήτωρ· Ἐπ. λεξ. κατ’ ἐξοχὴν ἐπὶ τοῦ Νέστορος λεγομένη, λιγὺς Πυλίων ἀγορητής, Ἰλ. Α. 248, καὶ ἀλλ. Πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1057. ΙΙ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, ἀγορητὴς φαίνεται νὰ σημαίνῃ, = ἀγορανόμος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui parle en public, orateur.
Étymologie: ἀγοράομαι.
Greek Monotonic
ἀγορητής: -οῦ, ὁ (ἀγοράομαι), ρήτορας, δημόσιος αγορητής, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγορητής: οῦ ὁ вития, оратор Hom., Arph., Diog. L.