ἀείμνηστος
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ον, had in everlasting remembrance, ἔργον A.Pers. 760; τάφος S.Aj.1166, E.IA1531 (lyr.), etc.; μετ' ἀ. μαρτυρίου Th. 1.33; τρόπαια Lys.2.20: Comp., Id.26.4; ἅπασι ἀ. ἡ ἁμαρτία Antipho 5.79; ἀρετή Isoc.9.4; χάριτες PLips.35.22 (iv A. D.). Adv. -τως Aeschin.2.180, PLond.3.854.12 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 39] (ἀειμνήστη Ep. ad. 721 (App. 197), stets erwähnt, stets gepriesen, τάφος Soph. Ai. 1145; Ἀθῆναι Lys. 6, 25; ἔργα 2, 19; ewig, μαρτύριον Thuc. 1, 33; κλέος Xen. Cyn. 1, 6; δόξαι Isocr. 10, 17; ὀργὴν ἔχειν 4, 157, u. öfter bei den Rednern. – Cempar., Lys. 26, 4. – Adv., Aesch. 2, 180.
Greek (Liddell-Scott)
ἀείμνηστος: -ον, ὁ πάντοτε μνημονευόμενος, ὁ ἄξιος διαρκοῦς μνήμης· ἔργον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· τάφος, Σοφ. Αἴ. 1166. Εὐρ. κτλ., μετ’ ἀειμν. μαρτυρίου, Θουκ. 1. 33: - τροπαῖα, Λυσ. 192, 24· ἅπασιν ἀείμν. ἡ ἁμαρτία, Ἀντιφῶν 138, 34. - Ἐπίρρ. -τως, Αἰσχίν. 52. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
éternellement mémorable.
Étymologie: ἀεί, μιμνῄσκομαι.
Greek Monotonic
ἀείμνηστος: -ον (μνάομαι), άξιος διαρκούς μνήμης, αυτός που μνημονεύεται πάντοτε, σε Τραγ., Θουκ.· επίρρ. -τως, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἀείμνηστος: незабываемый, незабвенный, достопамятный (ἔργον Aesch.; τάφος Soph.; κλέος Xen.; τρόπαια Lys.; δόξα Isocr., Plut.): μετ᾽ ἀειμνήστου μαρτυρίου χάρις Thuc. благодеяние, память о котором никогда не изгладится; ἄείμνηστον τὴν ὀργὴν πρός τινα ἔχειν Isocr. хранить неугасимый гнев на кого-л.; ἐξ ὅσου Ἀθῆναι ἀείμνηστοί εἰσιν Lys. с тех пор, как Афины стали достопамятным городом, т. е. с самого основания Афин.
Middle Liddell
μνάομαι
ever to be remembered, Trag., Thuc. adv. -τως, Aeschin.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀείμνηστος -ον ἀεί, μιμνῄσκω die altijd in herinnering blijft, die eeuwig herdacht wordt.
English (Woodhouse)
memorable, always remembered, eternally remembered, ever to be remembered, evermemorable, ever-remembered, perpetuated in the memory