ἀμφιτρής
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, (> τετραίνω) = ἀμφίτρητος; ἀμφιτρής (sc. πέτρα) rock pierced through, cave with double entrance, E. Cyc. 707 ; also neut., ἀμφιτρὴς αὔλιον S. Ph. 19.
Spanish (DGE)
-ῆτος
adj. horadado de un lado a otro (πέτρα) ἀμφιτρής E.Cyc.707, αὔλιον ἀ. cueva con entrada y salida S.Ph.19
•fig. de un ciego πῶς δὲ οἱ ἀμφιτρῆτες ἀνωίχθησαν ὀπωπαί y cómo se le abrieron (a la luz) sus ojos traspasados (de oscuridad), Nonn.Par.Eu.Io.9.20.
German (Pape)
[Seite 145] ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ ἀμφιτρής, sc. πέτρα, ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτρής: ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - ἀμφιτρής, [ἐνν. πέτρα], βράχος διάτρητος, σπήλαιον ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· ὡσαύτως οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
percé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, τιτραίνω.
Greek Monolingual
ἀμφιτρής (-ῆτος), ο, η, το (Α) τετραίνω
1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα)
διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τρης < ρίζα τρη-, τέτρημαι του ρ. τετραίνω.
Greek Monotonic
ἀμφιτρής: -ῆτος, ὁ, ἡ (τετραίνω), τρυπημένος, διάτρητος από άκρη σε άκρη, ἀμφιτρής (ενν. πέτρα), δηλ. σπηλιά με διπλή είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς αὔλιον, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτρής: ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной (αὔλιον Soph.; sc. πέτρα Eur.).
Middle Liddell
[*τράω]
pierced from end to end, ἀμφιτρής [sc. πέτρα, i. e. a cave with double entrance, Eur.; with a neut. noun, ἀμφιτρὴς αὔλιον Soph.