Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφιδέαι

From LSJ
Revision as of 15:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδέαι: -αἱ, πᾶν ὅ,τι περιδέει ἢ περιδέεται, περιβραχιόνιον, περισφύριον, Ἡρόδ. 2. 69, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 26· ἀλλ’ ὡσαύτως οὐδ. ἀμφίδεα, τά, αὐτόθι 17. 151. 7· (ὁ Βοίκχιος γράφει ἀμφιδεαῖ, -δεᾶ): ὁ Ἡσύχιος λέγει: «ἀμφιδέαι, ψέλλια, κρίκοι, δακτύλιοι.» 2) οἱ σιδηροῖ κρίκοι, Λατ. armillae, δι’ ὧν τὰ φύλλα τῶν θυρῶν προσηρμόζοντο καὶ ἐστηρίζοντο ἐπὶ τῶν στροφέων «ῥιζέδων», Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Ἰουδεν. 3. 304: ἀνφιδέαι σιδηραῖ στρογγύλαι ἀπὸ κλείθρου τέτταρες Βοίκχ. ἐν Ἐπιγρ. Ναυτ. σ. 409. 3) τὰ ἀμφίδεα, τὰ χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 610. 42, «ἀμφίδεον, τοῦ στόματος τῆς μήτρας τὸ ἐν κύκλῳ ἄκρον… κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν γυναικείων ψελλίων», Γαλην. Λεξ.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
1 bracelet, anneau;
2 chaîne pour fermer une porte.
Étymologie: ἀμφί, δέω¹.
Syn. βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.

Greek Monotonic

ἀμφιδέαι: αἱ (δέω Α), πράγματα δεμένα γύρω από κάτι, περιβραχιόνια ή μπρασελέδες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιδέαι: ῶν αἱ браслеты, запястья Her., Arph.

Middle Liddell

[δέω A]
things bound round, bracelets or anklets, Hdt.