ἀποπροαιρέω

From LSJ
Revision as of 13:52, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπροαιρέω Medium diacritics: ἀποπροαιρέω Low diacritics: αποπροαιρέω Capitals: ΑΠΟΠΡΟΑΙΡΕΩ
Transliteration A: apoproairéō Transliteration B: apoproaireō Transliteration C: apoproaireo Beta Code: a)poproaire/w

English (LSJ)

take away from, σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι having taken some of the bread to give it away, Od.17.457.

Spanish (DGE)

extraer, coger c. gen. σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι habiendo cogido pan para darlo, Od.17.457.

German (Pape)

[Seite 320] (s. αἱρέω), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι Od. 17, 457.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροαιρέω: ἀφαιρῶ μέρος ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι, ἀποπροτεμών, ἀποκόψας μέρος τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. ao.2 ἀποπροελών;
prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.
Étymologie: ἀπό, προαιρέω.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀποπροελών: take away from; τινός, Od. 17.457†.

Greek Monotonic

ἀποπροαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -προεῖλον· αφαιρώ μέρος από, σίτου ἀποπροελθών, έχοντας αφαιρέσει μέρος του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπροαιρέω: брать (от чего-л.): σίτου ἀποπροελών Hom. взяв хлеба.

Middle Liddell


to take away from, σίτου ἀποπροελών having taken some of the bread, Od.