ἀπόλαυσμα
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ατος, τό, enjoyment, Aeschin.Ep.5.4 (pl.), J.AJ18.6.10, Plu.2.125d, Aem.28.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
disfrute, goce c. gen. συῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδων Aeschin.Ep.5.4, abs. οὔτε κτῆμα οὔτε ἀπόλαυσμα (μένει) E.Ep.4.35, ἀπολαύσματι χρῆσθαι I.AI 18.227, cf. Plu.2.125c, Aem.28.
German (Pape)
[Seite 310] τό, das Genossene, der Genuß, Aesch. Ep. 5, 4 Plut. Aem. Paull. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλαυσμα: -ατος, τό, ἀπόλαυσις, Αἰσχίν. 733. 1, Πλούτ. 2. 125C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jouissance.
Étymologie: ἀπολαύω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀπόλαυσμα: -ατος, τό, απόλαυση, τέρψη, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόλαυσμα: ατος τό вкушение, наслаждение Plut.: δορκάδων ἀπολαύσματα Aeschin. чудесное мясо газелей.