ἀρέσκευμα

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρέσκευμα Medium diacritics: ἀρέσκευμα Low diacritics: αρέσκευμα Capitals: ΑΡΕΣΚΕΥΜΑ
Transliteration A: aréskeuma Transliteration B: areskeuma Transliteration C: areskevma Beta Code: a)re/skeuma

English (LSJ)

ατος, τό, act of obsequiousness, Plu.Demetr.11, Epicur.Fr.177.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
acto de obsequiosidad o falsa cortesía abs. Plu.Demetr.11, ἐπ' αὐτῶν Epicur.Fr.[78] 19.

German (Pape)

[Seite 348] τό, Schmeichelei, Plut. Demetr. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρέσκευμα: τὸ, «καλόπιασμα», κολακευτικὴ πρᾶξις, Πλουτ. Δημήτ. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obséquiosité, complaisance excessive.
Étymologie: ἀρεσκεύομαι.

Greek Monolingual

ἀρέσκευμα, το (Α) αρεσκεύομαι
καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον.

Greek Monotonic

ἀρέσκευμα: -ατος, τό, πράξη που στοχεύει στο να ευχαριστήσει κάποιον, καλόπιασμα, φιλοφροσύνη, κολακεία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

an act of obsequiousness, Plut.