ἀστάνδης
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ου, ὁ, courier, Plu.Alex.18, 2.326f; cf. Armen. astandel 'wander'.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mensajero Plu.Alex.18, 2.326e, 340c, Ath.122a, Hsch., Phot.α 95.
• Etimología: Prést. del iran., cf. sogdiano ‘st’nyk (āstānik).
German (Pape)
[Seite 374] ὁ, der Eilbote, persisches Wort, Plut. Alex. 18 Alex. fort. I, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστάνδης: ὁ, ταχυδρόμος, Περσικὴ λέξις, Πλουτ. Ἀλεξ. 18, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν Ἠθ. Πλουτ. 2. 326F· πρβλ. ἄγγαρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
courrier.
Étymologie: mot persan.
Greek Monotonic
ἀστάνδης: ὁ, ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος, Περσική λέξη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστάνδης: ου ὁ перс. гонец Plut.
Frisk Etymological English
See also: ἀσκάνδης