ἠερόφωνος

From LSJ
Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠερόφωνος Medium diacritics: ἠερόφωνος Low diacritics: ηερόφωνος Capitals: ΗΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: ēeróphōnos Transliteration B: ēerophōnos Transliteration C: ierofonos Beta Code: h)ero/fwnos

English (LSJ)

ον, sounding through air, loud-voiced, κήρυκες Il.18.505 (s.v.l., ἱεροφώνων cj. Ahrens); γέρανοι Opp.H.1.621.

German (Pape)

[Seite 1156] die Luft durchtönend, laut rufend; κήρυκες, Il. 18, 505; γέρανοι, Opp. Hal. 1, 620, Schol. ἐν τῷ ἀέρι φωνοῦσαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἠερόφωνος: -ον, ἠχῶν διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, μεγαλόφωνος, ἰσχυρὰν ἔχων φωνήν, κήρυκες Ἰλ. Σ. 505· γέρανοι Ὀρφ. Ὕμν. 1. 621.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne dans les airs, sonore.
Étymologie: ἀήρ, φωνή.

English (Autenrieth)

loud-voiced; (if from ἀείρω) ‘raising the voice,’ (if from άήρ) ‘sending the voice abroad.’

Greek Monolingual

ἠερόφωνος, -ον (Α)
αυτός πού ηχεί διά μέσου του αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο- + φωνή. Το α' συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ-ος), οπότε η σημασία είναι «αυτός του οποίου η φωνή αντηχεί στον αέρα (ή στην ομίχληείτε στα ήρι «νωρίς το πρωί», ηέριος «πρωινός» οπότε η σημασία είναι «αυτός που φωνάζει την αυγή». Και οι δύο σημασίες ταιριάζουν απόλυτα με τα ουσιαστικά που προσδιορίζονται από το επίθ. ηερόφωνος. Έτσι, κηρύκων ηεροφώνων μπορεί να δηλώνει είτε τους κήρυκες με τη φωνή που αντηχεί στον αέρα είτε τους κήρυκες που συγκαλούν την αυγή τις συγκεντρώσεις του λαού. Ομοίως, γερανών ηεροφώνων μπορεί να δηλώνει είτε τους γερανούς που πετώντας γεμίζουν τον αέρα με τις φωνές τους είτε τους γερανούς που χαιρετίζουν με φωνές την αυγή].

Greek Monotonic

ἠερόφωνος: -ον, αυτός που ακούγεται μέσα από τον αέρα, ο μεγαλόφωνος, ο βροντόφωνος, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: Σ 505 κηρύκων ... ἠεροφώνων, after this Opp. H. 1, 621 γεράνων ... ., prop. whose voice(s) sound(s) through the mist (in the air), loud crying, = μεγαλοφώνων, πληρούντων φωνῆς την ἀέρα H.
Origin: IE [Indo-European] [1150] *h₂uer-? bind ZIE αηρ
Etymology: Ahrens Philol. 27, 590 proposes after Alcm. 26, 1 to write ἱεροφώνων. (Certainly not with Muller Mnemos. 46, 139ff. to Lat. aes etc. as with metal(lic) voice(s); cf. Kretschmer Glotta 11, 247).

Middle Liddell

ἠερό-φωνος, ον
sounding through air, loud-voiced, Il.

Frisk Etymology German

ἠερόφωνος: {ēeróphōnos}
Meaning: Σ 505 κηρύκων ... ἠεροφώνων, danach Opp. H. 1, 621 γεράνων ... ἠ., eig. ‘deren Stimme durch den Nebel (in die Luft) ertönt, laut rufend’, = μεγαλοφώνων, πληρούντων φωνῆς τὴν ἀέρα H.
Etymology: Ahrens Philol. 27, 590 will dafür nach Alkm. 26, 1 ἱεροφώνων schreiben. Jedenfalls nicht mit Muller Mnemos. 46, 139ff. zu lat. aes usw. als mit eherner Stimme; vgl. Kretschmer Glotta 11, 247.
Page 1,624